ξυστήρι

ξυστήρι
το , ξυστής ο
1) скребок, ножик для скобления; 2) точилка (для карандашей)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξυστήρι" в других словарях:

  • ξυστήρι — το ξυστήρας, ξύστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ τού ξύνω (πρβλ. αόρ. ἔ ξυσ α) + κατάλ. τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] …   Dictionary of Greek

  • ξυστήρι — το όργανο για ξύσιμο, ξυστήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυστῆρι — ξυστήρ scraper masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέστρα — η 1. η ξύστρα, το ξυστήρι 2. είδος λίμας με χοντρά δόντια που χρησιμοποιείται στην ξυλουργική, αλλ. ράσπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. τρα (πρβλ. σκοτώσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • ξεστήρας — ο (Μ ξεστήρ) εργαλείο για ξύσιμο και για λείανση, η ξύστρα, το ξυστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. τήρ(ας), πρβλ. κολασ τήρ, ξυσ τήρ] …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ξύστης — ο (Α ξύστης) [ξύω] ξύστρα, ξυστήρι …   Dictionary of Greek

  • ξύστρο — το (Α ξύστρον) εργαλείο για ξύσιμο, για λείανση, ξύστρα, ξυστήρι νεοελλ. 1. κηπουρικό εργαλείο για ελαφρά σκαλίσματα 2. ζωολ. όργανο που βρίσκεται στο στόμα τών γαστερόποδων μαλακίων και αποτελείται από σειρά δοντιών αρχ. δρέπανο προσαρτημένο σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»